μαγιασίλι

μαγιασίλι
το
-ιού (λ. τουρκ.), έκζεμα, σκάσιμο του δέρματος στα ζώα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγιασίλι — το 1. έκζεμα 2. δερματική νόσος τών ζώων, ιδίως τών ίππων, η μάλκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mayasil «αιμορροΐδες»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”